ρουσ(σ)ελία

ρουσ(σ)ελία
η, Ν
βοτ.
γένος θάμνων τής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. russelia, από το όνομα τού Α. Russell, Άγγλου φυσικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”